- δυσθρήνητος
- δυσ-θρήνητος, ον,A loud-wailing, most mournful,
ἔπος S. Ant.1211
;θρῆνοι E.IT144
(anap.):—also [suff] δύς-θρηνος, gloss on δυσηχής, Apollon.Lex.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔπος S. Ant.1211
;θρῆνοι E.IT144
(anap.):—also [suff] δύς-θρηνος, gloss on δυσηχής, Apollon.Lex.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθρήνητος — δυσθρήνητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο … Dictionary of Greek
δυσθρήνητος — loud wailing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρήνητον — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem acc sg δυσθρήνητος loud wailing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτοις — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθρηνήτου — δυσθρήνητος loud wailing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)